Η Σ Υ Λ Λ Η
( μια ελληνόφωνη πολίχνη στα περίχωρα του Ικονίου )
Γενικές πληροφορίες
Η πολίχνη της Σύλλης, που βρίσκεται σε απόσταση 6 μόνο χιλιομέτρων από το Ικόνιo , παρουσιάζει μεγάλο γεωλογικό, ιστορικό, εθνολογικό και λαογραφικό ενδιαφέρον. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του όρους του Αγίου Φιλίππου (Τεκελί-νταγ) που αποτελεί απόληξη της οροσειράς του Ταύρου. Ο οικιστικός ιστός της Σύλλης εκτείνεται στις δυο όχθες ενός χειμάρρου, που ρέει στο μέσον μιας στενής κοιλάδας ποτάμιας διαμόρφωσης (Σίλλε-ντερεσί). Πάνω από τη νότια όχθη του χειμάρρου αυτού προβάλλουν επιβλητικές υπόσκαφες και λαξευμένες στους βράχους σπηλαιώδεις κατασκευές.
Η εικόνα της Σύλλης αλλά και ο περίγυρος της, με τις κατακόμβες της, τους λαξευτούς ναούς και τα σπηλαιώδη κελιά ασκητών και αναχωρητών, μαρτυρούν ότι η περιοχή αυτή κατοικήθηκε από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Υποστηρίζεται μάλιστα πως τα σπήλαια που την περιβάλλουν πρέπει να χρησίμευσαν από τους προϊστορικούς χρόνους ως οικήματα τρωγλοδυτών. Ακόμα και μέχρι προ ολίγων μόλις ετών μερικές από τις σπηλιές αυτές χρησίμευαν ως κατοικίες ή ως αποθηκευτικοί χώροι.[1] Είναι γνωστό εξάλλου πως ο χριστιανισμός βρήκε εκεί μια από τις πρώτες εστίες του, δεδομένου ότι ο Απόστολος Παύλος πρώτα πέρασε από το Ικόνιο, όπου κήρυξε τη νέα θρησκεία και προσηλύτισε την Αγία Θέκλα. Είναι λογικό επομένως να δεχθούμε πως ο χριστιανισμός της περιοχής αυτής (Λυκαονίας) είναι αρχαιότερος από αυτόν της Καππαδοκίας και οι σπηλαιώδεις ναοί και τα πετρομονάστηρα της Σύλλης, αν και πολύ μικρότερα σε αριθμό, είναι παλαιότερα από αυτά της κοιλάδας του Γκόρεμε. Πάντως καμία σοβαρή ανασκαφή ή επισταμένη αρχαιολογική έρευνα δεν έχει γίνει ακόμα.
Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, οι βράχοι της Σύλλης με τις σπηλιές τους και τις κατακόμβες ήταν φυσικό να μετατραπούν σε λατρευτικούς χώρους, σε ναούς, ναϋδρια, μοναστήρια, σκήτες και κυρίως σε κελιά φιλέρημων ασκητών και αναχωρητών. Μια μικρή κοιλάδα όπου αναπτύχθηκε ο μοναχισμός ήταν η περιοχή της Σύλλης και στο μέσον αυτής της στενής κοιλάδας ανεγέρθηκε σε αδιευκρίνιστο μέχρι στιγμής χρονικό σημείο ο σωζόμενος σχεδόν ακέραιος μέχρι σήμερα σπουδαίας αρχαιολογικής αξίας ναός του Αρχαγγέλου ή Αρχιστρατήγου Μιχαήλ.
Στοιχεία της ιστορίας της Σύλλης
Η περίπτωση της Σύλλης προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων. Οι ιστορικοί εκλήθησαν να απαντήσουν στο πρόβλημα της προέλευσης των χριστιανών κατοίκων της, οι βυζαντινολόγοι προσπάθησαν να εξακριβώσουν το μαρτυρούμενο από δεκάδες εκκλησίες μεσαιωνικό παρελθόν της, οι γλωσσολόγοι μελέτησαν το ιδιόμορφο ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων της και οι θρησκειολόγοι προβληματίστηκαν από τις σχέσεις της γειτονικής μονής του Αγίου Χαρίτωνος ( Ακ- Μαναστίρ) με το τάγμα των Μεβλεβή-δερβίσηδων του Ικονίου.
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η Σύλλη ήταν μια ελληνόφωνη χριστιανική κωμόπολη 6 έως 7.000 κατοίκων, που οι περιηγητές του 18ου αιώνα την χαρακτήριζαν ως « γκιαούρκιοϊ », δηλαδή χωριό των απίστων.[2] Σύμφωνα με πάμπολλες μαρτυρίες οι χριστιανικές εκκλησίες της Σύλλης ξεπερνούσαν τις τριάντα ή και τριανταπέντε , και ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και η εκκλησία της Παναγίας της Θεοτόκου.
Ο « μέγας και περικαλλής » ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ δεσπόζει στο μέσον της κοιλάδας της Σύλλης και είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα βυζαντινής ναοδομίας στη Μικρά Ασία. Η τοπική παράδοση αποδίδει την ανέγερσή του στην Αγία Ελένη, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της προς ανεύρεσιν του Τιμίου Σταυρού. Μια σχετική επιγραφή που υπάρχει μέσα στην εκκλησία δημιούργησε την εσφαλμένη σημερινή εντύπωση ότι ο ναός αυτός είναι αφιερωμένος στην « ιδρύτριά του », την Αγία Ελένη, ενώ στην πραγματικότητα είναι ναός αφιερωμένος στον Αρχάγγελο ή Αρχιστράτηγο Μιχαήλ. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι Έλληνες κάτοικοι της Σύλλης, που ήρθαν το 1924 στην Ελλάδα ως ανταλλάξιμοι μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης
Είναι τελείως αβέβαιη η ακριβής χρονολόγηση της ανέγερσης του σπουδαίου αυτού ναού, πάντως είναι εμφανές ότι πρέπει να καταταγεί στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Στη άποψη αυτή συνηγορούν ο αρχιτεκτονικός ρυθμός του ναού ( σταυροειδής βασιλική με τρούλο) και διάφορες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν την αναμφισβήτητη παλαιότητά του, που ίσως να ανατρέχει μέχρι τον 6ο ή 7ο αιώνα.[3] Τούτο ενισχύεται και από την ελαφρά κλίση του τρούλου, που ίσως μαρτυρεί κατασκευαστική απειρία, αν βέβαια δεν οφείλεται σε κάποιο σεισμό. Πάντως η σωζόμενη ακέραιη μέχρι σήμερα εικονογράφηση του τρούλου και τα δείγματα της επιτοίχιας αγιογράφησης, που αποκατεστάθησαν προσφάτως, ανάγονται οπωσδήποτε στον 19ο αιώνα. Υπήρξαν όμως και άλλες δύο τουλάχιστον αγιογραφήσεις παλαιοτέρων αιώνων, που επίσης αποκατεστάθησαν μερικώς. Τον Οκτώβριο του 1924 ο τελευταίος επίτροπος του πανάρχαιου αυτού χριστιανικού ναού φεύγοντας από τη Σύλλη εμπιστεύτηκε με δάκρυα στα μάτια το κλειδί της εκκλησίας στον Τούρκο Δήμαρχο, του εξήγησε την αρχαιολογική και αρχιτεκτονική σημασία της εκκλησίας και τον παρακάλεσε να την κρατήσει ανέπαφη.
Η άλλη μεγάλη εκκλησία της Σύλλης ήταν η Παναγία Θεοτόκος, της οποίας σώζεται μόνο το λαξευμένο μέσα στο βράχο τμήμα της στην περιοχή της πρώην ελληνικής συνοικίας Τακατζή, ενώ η συνεχόμενη οικοδομημένη προέκτασή της δεν έχει διασωθεί. Ο ναός αυτός διέθετε ιδιαίτερο χώρο, όπου εφιλοξενούντο όσοι έπασχαν από κάποια ασθένεια και ανέμεναν να θεραπευθούν με τη μεσολάβηση της Παναγίας. Σε κάποια σημεία του διασώζονται ακόμη ίχνη βυζαντινών εικονογραφήσεων.
Από τις τριάντα και περισσότερες εκκλησίες δεν σώζονται σήμερα παρά αυτές οι δύο, ο λαξευτός ναός του Αγίου Κυριάκου και ο ανακατασκευασμένος εσχάτως ναός της Αγίας Μαρίνας επάνω στο λόφο που βρίσκεται στη δυτική έξοδο της Σύλλης. Ο ναός αυτός εθεωρείτο ότι προστάτευε και βοηθούσε τις νεαρές μητέρες ώστε να έχουν περισσότερο γάλα για το θηλασμό των νεογνών.
Οι επιδρομές των Αράβων και τα γεγονότα της εικονομαχίας ( 7ος, 8ος και 9ος αιώνας ) είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της περιοχής και τη συνακόλουθη ερήμωσή της Σύλλης. Η περιοχή αυτή έμεινε ακατοίκητη μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, παρά το ότι η γειτονική μονή του Αγίου Χαρίτωνος βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία τον 10ο και τον 11ο αιώνα.[4]
Η ίδρυση της Σύλλης κατά τον 13ο αιώνα
Η τοπική παράδοση των Ελλήνων κατοίκων της Σύλλης επιμένει ότι η εκ νέου εποίκησή της Σύλλης πραγματοποιήθηκε την εποχή που στη Μικρά Ασία είχε εγκατασταθεί το κράτος των Σελτζούκων Τούρκων με πρωτεύουσα το Ικόνιο. Σύμφωνα με την ευρέως διαδεδομένη τοπική αυτή παράδοση, που την κατέγραψε στις αρχές του 19ου αιώνα ο μητροπολίτης Ικονίου Κύριλλος,[5] όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος του Ικονίου Αλαέτ-ντιν ο Α΄ ο Καϊκουμπάντ (1219-1237) θέλησε να ανεγείρει το μεγάλο τζαμί που μέχρι σήμερα στέκεται στο λόφο του Ικονίου (Αλαέτ-ντιν τεπεσί), διέταξε να κατεδαφισθεί ο ευρισκόμενος στο κέντρο της σημερινής Σύλλης ερημωμένος τότε βυζαντινός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και τα οικοδομικά υλικά του να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση του ισλαμικού αυτού τεμένους του Ικονίου. Μόλις όμως οι εργάτες άρχισαν το έργο της κατεδάφισης του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ « φλόγες πυρός εξήλθον εξ αυτού και κατέκαυσαν τους παρεστώτας. Τούτο μαθών ο σουλτάνος και φοβηθείς παρητήθη του σκοπού, αποστείλας μάλιστα και φαμιλίας επτά αιχμαλώτους, ους είχε μεταναστεύσας περίπου τας 30.000 φαμιλίας εκ της εν Πελοποννήσω επαρχίας των Λακώνων δια να κατοικήσουν εκεί προς περιποίησιν και λυχναψίαν του ναού και άμα να έχωσι και την φροντίδα του παρ’ αυτού οικοδομηθέντος εν Ικονίω προσκυνήματος ». Ο Κύριλλος προσθέτει ότι σε ανταπόδοση της υποχρέωσης των νέων κατοίκων της Σύλλης να περιποιούνται το τζαμί του Ικονίου, τους παραχώρησε σημαντικές ατέλειες και φορολογικές απαλλαγές.
Οι παραδόσεις έλκουν πάντοτε την αφετηρία τους από κάποιο ιστορικό γεγονός, επενδεδυμένο όμως με πρόσθετα φανταστικά στοιχεία. Στον πυρήνα αυτής της ευρύτατα διαδεδομένης παράδοσης παραμένει η επανεποίκιση της Σύλλης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου του Ικονίου Αλαέτ-ντιν του Α΄, δηλαδή μεταξύ των ετών 1219 έως 1227 . Κατά την πλέον πιθανή εκδοχή οι πρώτες αυτές επτά οικογένειες των « Λακώνων » που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ικονίου θα πρέπει να μετεφέρθησαν αναγκαστικά εκεί από τα περίχωρα της Αττάλειας , από το Σύλλαιον της Παμφυλίας, η οποία πράγματι τότε ήταν υποταγμένη στο Σελτζούκο σουλτάνο. Με τη διαφορά ότι οι έποικοι της Σύλλης δεν ήταν Λάκωνες ( δηλαδή κάτοικοι της Λακωνίας από την Πελοπόννησο) αλλά Τσάκωνες, δηλαδή Ακρίτες, φύλακες των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η δε ονομασία της Σύλλης πρέπει να προέρχεται από αυτή την παλαιά πατρίδα τους ( το Σύλλαιον) , σύμφωνα με τη γνωστή συνήθεια των προσφύγων να ονομάζουν τη νέα τους εγκατάσταση με όνομα που να θυμίζει την παλαιά τους πατρίδα. Οι νέοι έποικοι της Σύλλης ήταν Έλληνες από το Σύλλαιον της Παμφυλίας και τα ελληνικά που μέχρι το 1924 μιλούσαν οι Συλλαίοι ( και τα οποία μιλούν ακόμη και σήμερα αρκετοί απόγονοί τους στην Ελλάδα ) μοιάζουν με τα ελληνικά των Ελλήνων της Μάκρης και του Λιβισιού, που βρίσκονται και αυτά στην περιοχή της Αττάλειας, πρωτεύουσας της Παμφυλίας.
Σκότος βαθύ περιβάλλει την ιστορία της ελληνικής αυτής κωμόπολης μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις χριστιανικές κοινότητες της κεντρικής Μικράς Ασίας. Ψήγματα μόνον της ζωής που βίωναν οι κάτοικοί της μπορούμε να διαγνώσουμε από την ανάγνωση των 16 φιρμανίων που εκδόθηκαν από την Υψηλή Πύλη από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα. Τα φιρμάνια αυτά αναγνωρίζουν τις φορολογικές ατέλειες των κατοίκων της Σύλλης που ο εκάστοτε Σουλτάνος τις επιβεβαίωνε, αποκαλύπτουν όμως ότι υπήρχαν και σημαντικές παραβιάσεις τους. Όλα σχεδόν τα φιρμάνια αυτά διέτασσαν τους τοπικούς άρχοντες να σέβονται τα δικαιώματα των χριστιανών κατοίκων της Σύλλης, οι οποίοι, μην αντέχοντας τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις κάποιων τοπικών αρχόντων, « αναγκάζονται να εκπατρίζονται ή σκορπούν στα γύρω χωριά ».[6] Την πολιτική αυτή τηρούσε το Διβάνι στην επιθυμία του να σέβεται το αρχικό φιρμάνι του Αλαετ-ντίν του Α΄, του σουλτάνου των Σελτζούκων, τους οποίους οι Οθωμανοί θεωρούσαν προγόνους τους.
Η Σύλλη λοιπόν αποτελούσε βακούφι[7] του μεγάλου ισλαμικού τεμένους του Ικονίου και οι φορολογικές απαλλαγές που της είχε παραχωρήσει ο Αλαέτ-Ντίν ο Α΄ ήταν η αιτία της οικονομικής ανάπτυξής της, μιας ανάπτυξης που επιταχύνθηκε σημαντικά μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και του Χάττι-Χουμαγιούν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Από τότε άρχισε η μεγάλη ευημερία του χριστιανικού αυτού πολίσματος, οι κάτοικοι του οποίου επέτυχαν μια αξιόλογη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, έτσι που να δεσπόζουν στην ευρύτερη περιοχή. Η ευημερία αυτή των Ελλήνων της Σύλλης, που διέπρεπαν στο εμπόριο, οδήγησε πολλούς από αυτούς εσωτερική μετανάστευση και σε εγκατάστασή τους στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ( Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Ικόνιο, κ.λ.π.). Έτσι σιγά – σιγά ο ελληνοχριστιανικός πληθυσμός της Σύλλης μειωνόταν και τη θέση των αποχωρούντων κατελάμβαναν Τούρκοι από τις γύρω περιοχές. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η Σύλλη αριθμούσε 3.500 Έλληνες.
Οικονομική και κοινωνική ζωή της Σύλλης
Η οικονομική ζωή της Σύλλης χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική ικανότητα των κατοίκων της στο εμπόριο. Φύσει ανήσυχοι και φιλαπόδημοι οι Έλληνες της Σύλλης μετατόπισαν το κέντρο των δραστηριοτήτων τους έξω από την πατρίδα τους, είτε περιοδεύοντας από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο στο εσωτερικό όλης της Μικράς Ασίας, είτε εγκατεστημένοι στις μεγάλες πόλεις του Οθωμανικής επικράτειας. Το αντικείμενο της εμπορίας τους ήταν πολυποίκιλο. Αφιόνι, που εκαλλιεργείτο τότε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας και προωθείτο στις φαρμακευτικές βιομηχανίες της Ευρώπης, μια εκλεκτή ποικιλία ερίου, το τιφτίκι, καθώς και ένα πλήθος από πολλά άλλα ετερόκλητα προϊόντα, όπως υφάσματα , είδη διατροφής, γούνες , ψιλικά είδη κ.α. Παράλληλα μέσα στη Σύλλη δημιουργήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα μια αξιόλογη ταπητουργική βιοτεχνία, δείγμα της οποίας είναι μερικά από τα πλέον καλαίσθητα και λεπτοκαμωμένα χαλιά της Ανατολής.
Τα κέρδη των Συλλαίων εμπόρων, ιδίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας εύπορης αστικής τάξης, που φρόντιζε να δείχνει τον πλούτο της με την οικοδόμηση μεγάλων και πολυτελώς επιπλωμένων κατοικιών αλλά και με την ενίσχυση κοινωφελών έργων, όπως ανέγερση σχολείων, επισκευή ναών, μετάκληση εκπαιδευτικών από την Ελλάδα κ.λ.π. Οι πολυτελείς κατοικίες των Συλλαίων, που οικοδομήθηκαν εκείνη την περίοδο, έχουν σήμερα σχεδόν όλες κατεδαφισθεί, εκτός από 8 ή 10 που κατόρθωσαν να διασωθούν. Έτσι η οικιστική εικόνα της σημερινής Σύλλης δεν έχει καμία ομοιότητα με την προ του 1924 Σύλλη.
Τα εμβάσματα που οι εύποροι ξενιτεμένοι Συλλαίοι έστελναν στις οικογένειές τους δημιούργησαν την εικόνα της ευμάρειας και των ανέσεων, με την οποία η πατρίδα τους έμεινε στην ανάμνηση των Μικρασιατών. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί η ανάδειξη στις αρχές του 20ου αιώνα μιας μικρής αλλά ζωντανής τάξης πεπαιδευμένων ατόμων, που φρόντισε για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των κατοίκων.
Γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου οι Έλληνες της Σύλλης ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα αστοί και η πατρίδα τους είχε εξελιχθεί σε μια μικρή αλλά ζωντανή πόλη. Από τις αρχές όμως του 20ου αιώνα το κύμα μετανάστευσης των χριστιανών εντάθηκε. Σε αυτό συνετέλεσε, εκτός των άλλων, και μια μεγάλη πυρκαγιά που γύρω στα 1900 αποτέφρωσε περί τις 200 κατοικίες. Από το χρονικό αυτό σημείο και έπειτα όσο μειωνόταν ο ελληνικός πληθυσμός τόσο αυξανόταν ο τουρκικός, μέχρι που στα 1924 δεν είχαν παραμείνει παρά μόνον 1450 Έλληνες.
Η κοινωνική ζωή των Συλλαίων ήταν προσανατολισμένη γύρω από τις θρησκευτικές τελετουργίες των τριάντα και πλέον εκκλησιών της, πολλές από τις οποίες ήταν υπόσκαφες ή λαξευτές. Κυριότερη βέβαια από αυτές, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο πρωτοβυζαντινός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και η Παναγία η Θεοτόκος, εξ ημισείας λελατομημένη (μέσα σε βράχο) και εξ ημισείας κτιστή. Στις υπόλοιπες εκκλησίες τελούνταν συχνά λειτουργίες και πανηγύρεις, οι οποίες συνοδεύονταν από ενδιαφέροντα τοπικά έθιμα, χορούς και άλλα λαογραφικά δρώμενα, για τα οποία με δυσκολία μπορούμε να έχουμε σήμερα ακριβείς πληροφορίες.
Από την πλούσια λαογραφική παράδοση της Σύλλης σώζεται στους Συλλαίους της Ελλάδας η ανάμνηση πολλών γραφικών εθίμων και ενός ξεχωριστού κώδικα οικογενειακής συνοχής, που τους διακρίνουν από τους άλλους Έλληνες. Αξιόλογο επίσης στοιχείο του λαογραφικού πλούτου της μικρασιατικής αυτής κωμόπολης είναι και η εντυπωσιακή και μοναδικού πλούτου νυφιάτικη τοπική φορεσιά ( η λεγόμενη ετέκτσε), η οποία είχε εμφανείς βυζαντινές επιδράσεις και η οποία μέχρι σήμερα φοριέται από όλα τα χορευτικά λαϊκά συγκροτήματα στην Ελλάδα.
Τέλος αξιοσημείωτη ήταν η αφοσίωση των Συλλαίων στα γράμματα και την Παιδεία. Τα δύο σχολεία που είχαν, αρρένων και θηλέων, δέσποζαν με τον όγκο τους μέσα στον οικιστικό ιστό της Σύλλης και από εκεί πέρασαν και δίδαξαν τα ελληνόπουλα σπουδαίοι εκπαιδευτικοί που εμφύσησαν στις νεανικές ψυχές τους αισθήματα πατριωτισμού.
Το γλωσσικό ιδίωμα της Σύλλης
Τα ελληνικά των Συλλαίων συνιστούν ένα αξιοπερίεργο ιδίωμα, που εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε σε συνθήκες σχεδόν απόλυτης μόνωσης, χωρίς σοβαρές επιρροές από άλλες εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας, διασώζοντας πολλές λέξεις από τα αρχαία ελληνικά και από τη δημώδη βυζαντινή γλώσσα. Για το λόγο αυτό άλλωστε κατατάσσονται από τους γλωσσολόγους ξεχωριστά, αν και πολλοί τα εντάσσουν στην ευρύτερη καππαδοκική διάλεκτο. Το αναγραφέν από τον Κύριλλο ότι οι χριστιανοί της Σύλλης « ομιλούσι και την σήμερον την αρχαίαν λακωνικήν διάλεκτον, ανάρθρως όμως, σολοικοβαρβάρως και λέξεσι κεκομμέναις » οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι οι Συλλαίοι μιλούσαν τα τσακώνικα, δηλαδή μια διάλεκτο που μιλιόταν στην ορεινή Λακωνία, στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο και η οποία θεωρείται μετεξέλιξη της διαλέκτου των Λακώνων, δηλαδή των αρχαίων Σπαρτιατών. Νεότερες έρευνες όμως απέδειξαν ότι τα ελληνικά της Σύλλης καμία απολύτως σχέση δεν έχουν με τα τσακώνικα.[8] Ο Κύριλλος παρασύρθηκε ίσως από το ότι εξέλαβε τους Τσάκωνες της τοπικής παράδοσης ως Λάκωνες, ενώ Τσάκωνες απεκαλούντο, όπως προελέχθη, κατά τον Μεσαίωνα οι Ακρίτες, δηλαδή οι φρουροί των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[9] Οι κάτοικοι του Συλλαίου της Παμφυλίας ήταν πράγματι Ακρίτες και τα ελληνικά των Συλλαίων προσομοιάζουν περισσότερο με τα ελληνικά των Ελλήνων της Καππαδοκίας.
Η Εξοδος
Όσοι Έλληνες είχαν απομείνει στη Σύλλη αναγκάστηκαν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 περί ανταλλαγής των πληθυσμών εγκαταλείποντας την προαιώνια εστία τους και τα τόσα ιερά σεβάσματά τους.[10] Το τελευταίο κλιμάκιο, περίπου 400-450 άτομα, αναχώρησε για την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1924,
Από τα παλαιά αρχοντικά των πλουσίων εμπόρων της Σύλλης πολύ λίγα σώζονται σήμερα. Ο χρόνος και η αδιαφορία μετέβαλαν τα περισσότερα σε ερείπια. Από τις τόσες χριστιανικές εκκλησίες υψώνεται υπερήφανος και σχεδόν ακέραιος ο « μέγας και περικαλλής » πρωτοβυζαντινός ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ( ή της Αγίας Ελένης, όπως εσφαλμένα αποκαλείται ), ο οποίος διασώθηκε χάρις στην επίμονη απαίτηση των ντόπιων Τούρκων της Σύλλης, με τους οποίους οι Έλληνες είχαν πάντα πολύ καλές σχέσεις. Ο ναός αυτός αναπαλαιώθηκε εσχάτως από τις τουρκικές αρχές και αποτελεί σήμερα επισκέψιμο μουσείο, που προσελκύει τους τουρίστες, ιδιαίτερα δε τους Έλληνες.
Οι Συλλαίοι της Ελλάδας ( της πρώτης, της δεύτερης αλλά και της τρίτης προσφυγικής γενεάς ), διατηρούν ζωντανή την ανάμνηση της προγονικής τους γενέθλιας γης. Αναθυμούνται με συγκίνηση τις καλές στιγμές που πέρασαν αυτοί ή οι πρόγονοί τους στη Σύλλη και στις διασκεδάσεις και τα πανηγύρια τους τραγουδούν μέχρι σήμερα τα τραγούδια που άκουγαν από τους πατεράδες τους. Εξακολουθούν να επισκέπτονται τη γη των προγόνων τους, να προσεύχονται μέσα στον περικαλλή και μεγαλοπρεπή βυζαντινό ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και ελπίζουν να επισκεφθούν κάποτε την περιώνυμη μονή του Αγίου Χαρίτωνος ( Ακ-Μαναστίρ κατά τους Τούρκους) που κράτησε επί αιώνες άσβηστη τη λαμπάδα της Πίστης τους παρά τις σειρήνες και τις πιέσεις του γειτονικού Τεκέ των Μεβλεβήδων δερβίσησων, αλλά που δυστυχώς η επίσκεψη σε αυτήν είναι απαγορευμένη.
Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου
πρόεδρος της Ένωσης Συλλαίων
και συγγραφέας του βιβλίου :
« Η Σύλλη του Ικονίου »
( εκδ. Ιδρ. Μειζ. Ελληνισμού
Αθήνα – 2005 )
[1] Ίδε Salv. Dell’ Oka – Mario Pavan Sul villaggio troglodytico di Sille ( Rassegna Speleologica Italiana, Anno VIII, Giugno 1956 , p.112-123). Στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο υπάρχουν αρκετοί τρωγλοδυτικοί οικισμοί. Εκτός από το Γκόρεμε της Καππαδοκίας υπάρχουν στην Ισπανία ( λόφος Cuevas της Γρανάδας), στην Ιταλία ( Gravina της Massafra, Plagianello στον Τάραντα και στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας ), στην Ελλάδα ( στο Διδυμότειχο της Θράκης ) κ.α.
[2] Niebuhr ,C., Reisebeschreibungen nach Arabien und andern umliegenden Ladern, Kopenhagen – Hamburg, 1774 – 1837, σελ. 127.
[3] Σχετικά με τη χρονολόγηση της ανέγερσης του ναού ίδε Δημητροκάλλης Γ. Οι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί της Μικράς Ασίας, Αθήνα, 1978, σελ.55-56.
[4] Βλ. Σαλκιτζόγλου Τάκης, Η μονή του Αγίου Χαρίτωνος στη Σύλλη του Ικονίου, ( Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τομ. 16/2009, σελ.119 – 164)
[5] Κ υ ρ ί λ λ ο υ του Στ΄., Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (1813 -1818) και πρώην μητροπολίτου Ικονίου : Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπίας του Ικονίου, νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα. Εν τω πατριαρχικώ τυπογραφείω εν έτει 1815, Κωνσταντινούπολις, σελ. 44 – 47.
[6] Τα 18 αυτά φιρμάνια των Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εξεδόθησαν από το 1690 μέχρι το 1809 και φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας είναι τα υπ’αρ. 159/1690, 160/1695, 145/1737, 155/1746, 156/1750, 143/1755, 148/1758-59, 153/περί το 1750, 144/1774, 152/1790, 149/1797, 150/1807, 142/1807, 154/1808, 146/1809, 151/1809, 147/1809 και 157 χωρίς χρονολογία. Τα φιρμάνια αυτά, που απεδείκνυαν την εξαιρετική φορολογική τους μεταχείριση, τα μετέφεραν οι Έλληνες ανταλλάξιμοι πρόσφυγες από τη Σύλλη που ήρθαν στην Ελλάδα το 1924,
[7] Βακούφι (wakf = αφιέρωμα) ήταν το ακίνητο, που είχε παραχωρηθεί στην ιδιοκτησία ευαγούς ιδρύματος (ναού, νοσοκομείου, πτωχοκομείου κ.λ.π.) στο οποίο και μόνον απέδιδε τους οφειλόμενους φόρους, συνήθως λιγότερο επαχθείς.
[8] βλ. Κωστάκης Θαν. Το γλωσσικό ιδίωμα της Σίλλης, εκδ. Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα, 1968, σελ. 16 – 27.
[9] Οι βυζαντινοί ακρίτες απεκαλούντο συνεκδοχικά και Τσάκωνες, επειδή ένα μέρος από αυτούς καταγόταν πράγματι από την Τσακωνιά. Απαρτίζονταν όμως και από άλλους Έλληνες, όπως κατοίκους της Κεφαλονιάς, της Μακεδονίας , της ελληνιστικής Συρίας, της Κύπρου κ.λ.π. Βλ. Σαλκιτζόγλου Τάκης, Η Σύλλη του Ικονίου, εκδ. Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2005, σελ. 159 – 172
[10] Βλ. Εξοδος, τομ. Β΄, έκδ. Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών,1982, σελ.350 – 355.
Αφήστε μια απάντηση